- πρόσδετος
- πρόσ-δετος, ον,A tied to a thing, μετώποις, λίθῳ, E.Rh.307, APl.4.147 (Antiphil.).II fixed, Heliod. ap. Orib. 49.2.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρόσδετος — tied to masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσδετος — ον, Α [προσδέω (Ι)] 1. ο δεμένος με κάτι 2. στερεωμένος, καρφωμένος … Dictionary of Greek
πρόσδετα — πρόσδετος tied to neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)